Περίληψη
Το ευκαιριακό παθογόνο βακτήριο Pseudomonas aeruginosa είναι ένας πολυανθεκτικός μικροοργανισμός στα αντιβιοτικά, που προκαλεί σοβαρές λοιμώξεις σε ασθενείς με ανοσολογικά ελλείμματα, με σοβαρά εγκαύματα, κυστική ίνωση ή σε ασθενείς που νοσηλεύονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Οι προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες που παράγονται κυρίως από τα μακροφάγα, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση αυτών των λοιμώξεων. Πολλά προϊόντα γονιδίων του βακτηρίου, όπως ο LPS, η Exotoxin-A και το Exoenzyme-S, διεγείρουν με διαφορετική δύναμη την παραγωγή κυτταροκινών και συμβάλλουν στην παθοφυσιολογία των λοιμώξεων από Ψευδομονάδα. Η κατανόηση του πώς η P. aeruginosa διαντιδρά με τα μακροφάγα για να διεγείρει την παραγωγή προφλεγμονωδών κυτταροκινών είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε καλύτερα την παθογένεια της λοίμωξης από την P. aeruginosa. Το ανοσολογικό σύστημα έχει αναπτύξει υποδοχείς, τους PRRs, που αναγνωρίζουν ειδικά μόρια που καλούνται PAMPs, τα οποία είναι παρόντα στους παθογόνους μικ ...
Το ευκαιριακό παθογόνο βακτήριο Pseudomonas aeruginosa είναι ένας πολυανθεκτικός μικροοργανισμός στα αντιβιοτικά, που προκαλεί σοβαρές λοιμώξεις σε ασθενείς με ανοσολογικά ελλείμματα, με σοβαρά εγκαύματα, κυστική ίνωση ή σε ασθενείς που νοσηλεύονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Οι προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες που παράγονται κυρίως από τα μακροφάγα, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση αυτών των λοιμώξεων. Πολλά προϊόντα γονιδίων του βακτηρίου, όπως ο LPS, η Exotoxin-A και το Exoenzyme-S, διεγείρουν με διαφορετική δύναμη την παραγωγή κυτταροκινών και συμβάλλουν στην παθοφυσιολογία των λοιμώξεων από Ψευδομονάδα. Η κατανόηση του πώς η P. aeruginosa διαντιδρά με τα μακροφάγα για να διεγείρει την παραγωγή προφλεγμονωδών κυτταροκινών είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε καλύτερα την παθογένεια της λοίμωξης από την P. aeruginosa. Το ανοσολογικό σύστημα έχει αναπτύξει υποδοχείς, τους PRRs, που αναγνωρίζουν ειδικά μόρια που καλούνται PAMPs, τα οποία είναι παρόντα στους παθογόνους μικροοργανισμούς, αλλά διαντιδρούν ελάχιστα με τα συστατικά του ξενιστή. Οι PRRs περιλαμβάνουν την οικογένεια των Toll-Like Receptors, υποδοχείς που κάνουν ενδοκυττάρωση όπως ο υποδοχέας μαννόζης και scavenger receptors. Ποιοι PRRs εμπλέκονται και με ποιο συνδυασμό θα ορίσει τη συνολική απόκριση. Σκοπός της μελέτης μας ήταν να αποσαφηνισθούν οι μηχανισμοί με τους οποίους η P. aeruginosa διαντιδρά με ειδικούς PRRs των μακροφάγων, γεγονός που οδηγεί στην ενεργοποίηση του NF-κΒ και την παραγωγή προφλεγμονωδών κυτταροκινών. Μελετήσαμε τον TLR4 αφού η P. aeruginosa έχει LPS, τον TLR2 αφού η P. aeruginosa έχει ένα εξωκυττάριο γλυκολιπιδικό συστατικό και τον υποδοχέα μαννόζης αφού προηγούμενα δεδομένα έχουν δείξει ότι το slime-GLP, το γλυκολιπιδικό συστατικό της Pseudomonas είναι πλούσιο σε μαννόζη, ενώ ο LPS της περιέχει μόλις ανιχνεύσιμα ποσά από το ίδιο σάκχαρο. Ο υποδοχέας μαννόζης είναι υποδοχέας που κάνει ενδοκυττάρωση, όχι όμως φαγοκυττάρωση, και έχει εμπλακεί στην αναγνώριση των Candida albicans, Pneumocystis carinii, Leissmania donovani, Mycobacterium tuberculosis, Klebsiella pneumoniae, ενώ είναι φαγοκυτταρικός υποδοχέας για μη οψωνινοποιημένα στελέχη της P. aeruginosa. Για να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα χρησιμοποιήσαμε ανθρώπινα μονοκύτταρα από υγιείς δότες, τα οποία διεγείραμε με ζωντανά κλινικά μη βλεννώδη στελέχη της P. aeruginosa, κεκαθαρμένο LPS ή GLP παρουσία ή απουσία ειδικών ανασταλτικών της δράσης αντισωμάτων έναντι των TLR4, TLR2 ή του υποδοχέα μαννόζης. Ως δείκτης ενεργοποίησης των μακροφάγων μετρήθηκε η παραγωγή προφλεγμονωδών κυτταροκινών. Ο LPS της P. aeruginosa διεγείρει την παραγωγή TNF-α , το Slime-GLP είναι πιο ισχυρός διεγέρτης και τα ζωντανά βακτήρια προκαλούν συγκρίσιμη με το GLP παραγωγή TNF-α. Η αναστολή της δράσης του TLR4 αναστέλλει την παραγωγή του TNF-α κατά 30%, ενώ η αντίστοιχη του TLR2 κατά 85%. Η αναστολή του υποδοχέα μαννόζης στις ίδιες πειραματικές συνθήκες, αναστέλλει την παραγωγή TNF-α δραστικά και με δοσοεξαρτώμενο τρόπο ενώ η ταυτόχρονη αναστολή της δράσης και των δύο υποδοχέων έχει ως αποτέλεσμα την τελεία αναστολή. Εξετάσαμε το ενδεχόμενο αν η παραγωγή TNF-α συνδέεται με τη φαγοκυττάρωση με τη κυττοχαλασίνης, η οποία αναστέλλει τον πολυμερισμό της ακτίνης και επομένως και τη φαγοκυττάρωση. Η αναστολή της παραγωγής TNF-α είναι συγκρίσιμη με αυτή που προκαλεί η αναστολή της δράσης του υποδοχέα της μαννόζης. Επομένως, η φαγοκυττάρωση συνδέεται με την παραγωγή TNF-α και ο υποδοχέας της μαννόζης φαίνεται να είναι ο κύριος φαγοκυτταρικός υποδοχέας. Για να ερευνήσουμε το ρόλο του υποδοχέα μαννόζης ως σηματοδοτικού υποδοχέα, μετασχηματίσαμε HEK κύτταρα, τα οποία δεν εκφράζουν τον υποδοχέα μαννόζης, με NF-κΒ reporter πλασμίδιο και με πλασμιδιακό DNA που κωδικοποιεί την έκφραση του υποδοχέα μαννόζης. Τα κύτταρα HEK διεγέρθηκαν είτε με ζωντανά βακτήρια είτε με slime-GLP και τα αποτελέσματά μας καταδεικνύουν ότι τόσο το slime GLP όσο και τα ζωντανά βακτήρια ενεργοποιούν τον NF-κΒ 6-10 φορές, ενώ ο LPS P. aeruginosa δεν μπορεί να ενεργοποιήσει τον NF-κΒ μέσω του MR. Η συνεργασία των μελών των οικογενειών των TLR2 και του mannose receptor έχει αποδεχθεί ως μηχανισμός ενεργοποίησης των μακροφάγων από μυκοβακτηρίδια και μύκητες. Για να εξετάσουμε μία πιθανή συνεργασία με τον TLR2, συνεκφράσαμε στα ίδια κύτταρα τον TLR2 και τον υποδοχέα μαννόζης μαζί με NF-κΒ reporter πλασμίδιο. Η ενεργοποίηση του NF-κΒ που παρατηρήθηκε είναι μεγαλύτερη παρουσία και των δύο υποδοχέων σε σύγκριση με τον TLR2 μόνο του, όταν τα κύτταρα διεγέρθηκαν ή με Slime-GLP ή με ζωντανά βακτήρια. Για να επιβεβαιωθεί η λειτουργία της μεταβίβασης σήματος από τον mannose receptor για την P. aeruginosa, ελέγξαμε με immunoblot την ενεργοποίηση των μελών της οικογένειας των MAP κινασών σε κύτταρα HEK που εκφράζουν μόνο τον TLR2 ή και τους δύο, και τον TLR2 και τον Mannose receptor. Τόσο το GLP και τ