Περίληψη
Ένα κλασσικό ζήτημα της έρευνας πάνω στην δημοσιονομική πολιτική αφορά το ερώτημα για το πως προσδιορίζεται το βέλτιστο μείγμα της φορολογικής πολιτικής σε μια οικονομία. Συγκεκριμένα, πως οι φορείς χάραξης της πολιτικής επιλέγουν την άριστη κατανομή των φορολογικών βαρών ανάμεσα στο εισόδημα από το κεφάλαιο, στο εισόδημα από την εργασία και στην καταναλωτική δαπάνη. Ο σκοπός αυτής της διατριβής είναι η μελέτη των δυνάμεων που προσδιορίζουν το άριστο φορολογικό μείγμα σε μια οικονομία. Το συγκεκριμένο ερευνητικό ερώτημα γίνεται εξαιρετικά σημαντικό σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ετερογένεια μεταξύ των οικονομικών παραγόντων. Συγκεκριμένα, οι οικονομικοί παράγοντες διαφέρουν μεταξύ τους σχετικά με το αν επιτρέπεται να αποταμιεύουν (σε φυσικό κεφάλαιο) ή όχι. Συνεπώς, διακρίνουμε δύο τύπους νοικοκυριών, τους κεφαλαιούχους, οι οποίοι μπορούν να αποταμιεύουν, και τους εργάτες, οι οποίοι δεν μπορούν να αποταμιεύουν και που αποτελούν την πλειοψηφία στην οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, ...
Ένα κλασσικό ζήτημα της έρευνας πάνω στην δημοσιονομική πολιτική αφορά το ερώτημα για το πως προσδιορίζεται το βέλτιστο μείγμα της φορολογικής πολιτικής σε μια οικονομία. Συγκεκριμένα, πως οι φορείς χάραξης της πολιτικής επιλέγουν την άριστη κατανομή των φορολογικών βαρών ανάμεσα στο εισόδημα από το κεφάλαιο, στο εισόδημα από την εργασία και στην καταναλωτική δαπάνη. Ο σκοπός αυτής της διατριβής είναι η μελέτη των δυνάμεων που προσδιορίζουν το άριστο φορολογικό μείγμα σε μια οικονομία. Το συγκεκριμένο ερευνητικό ερώτημα γίνεται εξαιρετικά σημαντικό σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ετερογένεια μεταξύ των οικονομικών παραγόντων. Συγκεκριμένα, οι οικονομικοί παράγοντες διαφέρουν μεταξύ τους σχετικά με το αν επιτρέπεται να αποταμιεύουν (σε φυσικό κεφάλαιο) ή όχι. Συνεπώς, διακρίνουμε δύο τύπους νοικοκυριών, τους κεφαλαιούχους, οι οποίοι μπορούν να αποταμιεύουν, και τους εργάτες, οι οποίοι δεν μπορούν να αποταμιεύουν και που αποτελούν την πλειοψηφία στην οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα διατριβή επικεντρώνεται στις αθροιστικές και αναδιανεμητικές επιπτώσεις τριών διαφορετικών και πολυσυζητημένων θεμάτων που σχετίζονται με την θεωρία της άριστης φορολόγησης. Επομένως, η διατριβή χωρίζεται σε τρία μέρη, όπου κάθε μέρος αποτελείται από δύο κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο κάθε μέρους εστιάζει σε υποδείγματα με έναν αντιπροσωπευτικό παράγοντα, ενώ το δεύτερο κεφάλαιο κάθε μέρους επεκτείνει το υπόδειγμα ούτως ώστε να εισάγουμε ετερογένεια μεταξύ των οικονομικών δρώντων. Το πρώτο μέρος της παρούσας διατριβής εξετάζει τις ιδιότητες του βέλτιστου φορολογικού μείγματος (με φόρους στο εισόδημα από το κεφάλαιο και την εργασία) κάτω από δύο διαφορετικά είδη ισορροπιών πολιτικής (πρώτον, όταν η κυβέρνηση μπορεί να δεσμευτεί σε μελλοντικές πολιτικές και δεύτερον, όταν η δέσμευση σε πολιτικές πέρα από την τρέχουσα περίοδο δεν είναι δυνατή) και διερευνά εάν τα θεωρητικά ευρήματα είναι συνεπή με τα εμπειρικά δεδομένα. Επίσης, μελετάται εάν η έλλειψη δέσμευσης από την πλευρά της κυβέρνησης στην άσκηση πολιτικής δημιουργεί κίνητρα για κάποιο βαθμό μεροληψίας υπέρ των κεφαλαιούχων. Το κύριο αποτέλεσμα είναι πως υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο άριστο μείγμα φορολογικής πολιτικής μεταξύ μιας οικονομίας που η κυβέρνηση μπορεί να δεσμευτεί σε μελλοντικές πολιτικές και μιας οικονομίας που δεν υπάρχει δυνατότητα δέσμευσης. Επιπλέον, η πλειοψηφία, δηλαδή οι εργάτες, θα προτιμούσαν μια πιο “συντηρητική” κυβέρνηση που νοιάζεται περισσότερο για τους κεφαλαιούχους ούτως ώστε να μειωθούν οι αναποτελεσματικότητες στην οικονομία από την υψηλή φορολογία του κεφαλαίου, από την απουσία δέσμευσης εκ μέρους της κυβέρνησης. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει διαφωνία μεταξύ των δύο ομάδων νοικοκυριών σχετικά με τον βαθμό αυτής της μεροληψίας υπέρ των κεφαλαιούχων.Το δεύτερο μέρος της διατριβής μελετά τις αθροιστικές και αναδιανεμητικές επιπτώσεις της εισαγωγής φόρων στην κατανάλωση σε ένα τυπικό υπόδειγμα με φόρους εισοδήματος και ετερογένεια μεταξύ των οικονομικών παραγόντων, όταν η πολιτική επιλέγεται άριστα από μια Ramsey κυβέρνηση. Το κύριο θεωρητικό αποτέλεσμα έρχεται να επιβεβαιώσει την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση πως η εισαγωγή καταναλωτικών φόρων, οι οποίοι αποτελούν ένα λιγότερο στρεβλωτικό εργαλείο πολιτικής σε σχέση με τους φόρους εισοδήματος, σε ένα υπόδειγμα με φόρους εισοδήματος μόνο, δημιουργεί σημαντικά οφέλη στην αποτελεσματικότητα για το σύνολο της οικονομίας, αλλά με κόστος μια υψηλότερη εισοδηματική ανισότητα. Με άλλα λόγια, οι φόροι στην κατανάλωση μειώνουν την προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος και ίσως, από μια κανονιστική οπτική, αυτό το αποτέλεσμα δικαιολογεί τον σχεδιασμό ενός συνόλου πολιτικών με επιδοτήσεις που θα αποσκοπούν στην αντιστάθμιση των αρνητικών επιπτώσεων των κατά τα άλλα πιο αποτελεσματικών καταναλωτικών φόρων.Το τρίτο μέρος της διατριβής εστιάζει στο ζήτημα της φοροδιαφυγής και, συγκεκριμένα, διερευνά τα κανάλια μέσω των οποίων η φοροδιαφυγή είναι πιθανό να επηρεάσει το άριστο μείγμα φορολογικής πολιτικής, όταν η κυβέρνηση έχει την δυνατότητα να δεσμευτεί σε μελλοντικές πολιτικές. Επιπροσθέτως, μελετά τις συνολικές και αναδιανεμητικές επιπτώσεις του μείγματος άμεσων και έμμεσων φόρων όταν η φοροδιαφυγή είναι εφικτή σε όλες τις πηγές εισοδήματος. Τα κύρια θεωρητικά ευρήματα είναι πως ο βασικός στόχος της κυβέρνησης, όταν επιλέγει την φορολογική πολιτική, είναι να βελτιώσει τα κίνητρα για μεγαλύτερη φορολογική συμμόρφωση. Επιπλέον, παρομοίως με το δεύτερο μέρος της διατριβής, η εισαγωγή έμμεσων φόρων βελτιώνει την οικονομία, αλλά με κόστος μια μεγαλύτερη εισοδηματική ανισότητα, ακόμα και αν υπάρχει φοροδιαφυγή σε όλες τις πηγές εισοδημάτων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
A classic issue of fiscal policy research concerns the question of how is the optimal tax mix of an economy determined. In particular, how a policymaker chooses the optimal allocation of the tax burden between capital income, labor income and consumption spending. The aim of this thesis is to study the forces which determine the optimal tax mix in an economy. This research question becomes extremely important in an environment with heterogeneity across agents. In particular, the agents differ among each other with respect to whether they are allowed to save (in physical capital) or not. Thus, there are two groups of households, capitalists, who are allowed to save, and workers, who cannot save and are the majority in the economy. In this context, this thesis focuses on the aggregate and distributional implications of three different and debated topics related to the theory of optimal taxation. Therefore, the thesis is divided into three parts, where each part consists of two chapters. ...
A classic issue of fiscal policy research concerns the question of how is the optimal tax mix of an economy determined. In particular, how a policymaker chooses the optimal allocation of the tax burden between capital income, labor income and consumption spending. The aim of this thesis is to study the forces which determine the optimal tax mix in an economy. This research question becomes extremely important in an environment with heterogeneity across agents. In particular, the agents differ among each other with respect to whether they are allowed to save (in physical capital) or not. Thus, there are two groups of households, capitalists, who are allowed to save, and workers, who cannot save and are the majority in the economy. In this context, this thesis focuses on the aggregate and distributional implications of three different and debated topics related to the theory of optimal taxation. Therefore, the thesis is divided into three parts, where each part consists of two chapters. The first chapter of each part deals with the representative agent model, while the second chapter of each part extends the model to allow for heterogeneity across agents.The first part of this thesis examines the properties of the optimal tax mix (with capital and labor income taxes only) under two different types of policy equilibria (first, when the government is able to commit to future policies and second, when commitment to policies beyond the current period is not possible) and investigates whether the theoretical findings are consistent to the empirical data. Also, it studies whether the lack of commitment raises incentives for some capitalist bias. The main result is that there are differences in the optimally chosen tax mix between an economy with commitment and to the same economy without commitment. Moreover, the majority (i.e. the workers) would prefer a more “conservative” government that cares more for the capitalists so as to reduce the inefficiencies by high capital income taxes in the absence of commitment. On the other hand, there is disagreement between the two groups over the degree of this capitalist bias.The second part of the thesis studies the aggregate and distributional implications of introducing consumption taxes into an otherwise standard model with income taxes only and heterogeneity across agents, when policy is optimally chosen by a Ramsey government. The main theoretical finding comes to confirm the widespread belief that the introduction of consumption taxes, which are less distorting policy instruments relative to income taxes, into a model with income taxes only, creates substantial efficiency gains for the economy as a whole, but at the cost of higher income inequality. In other words, consumption taxes reduce the progressivity of the tax system and maybe, from a normative point of view, this result justifies the design of a set of subsidies policies which will aim to outweigh the regressive effects of the otherwise more efficient consumption taxes.The third part of the thesis focuses on the issue of tax evasion and, in particular, investigates the channels through which tax evasion is possible to affect the optimally chosen tax mix, when the government is able to commit to future policies. Moreover, it studies the aggregate and distributional implications of the direct-indirect tax mix in the presence of tax evasion in all sources of income. The main theoretical findings seem to imply that the main goal of the government, while choosing the tax mix, is to improve the incentives for higher tax compliance. Additionally, similar to the second part of the thesis, the introduction of indirect taxes makes the economy better off, but at the cost of higher income inequality, even if there is tax evasion in all sources of income.
περισσότερα