Περίληψη
Εισαγωγή: Οι οξείες ή βραχυπρόθεσμες δράσεις των αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (Α-ΜΕΑ) ενδέχεται να έχουν ιδιαίτερη κλινική σημασία σε ορισμένες κλινικές καταστάσεις, όπως είναι η οξεία φάση του εμφράγματος του μυοκαρδίου ή το περιεγχειρητικό διάστημα. Πρόσφατα δεδομένα υποδηλώνουν ότι η ιστοεκλεκτικότητα των Α-ΜΕΑ αποτελεί σημαντική ιδιότητα των φαρμάκων αυτών, καθώς ενδέχεται να επηρεάζει την αποτελεσματικότητά τους σε τέτοιες οξείες καταστάσεις. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να αξιολογηθούν οι οξείες δράσεις αναστολέων του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης στην αρτηριακή λειτουργία, η οποία προσδιορίζει τη συνολική καρδιαγγειακή λειτουργία και αποτελεί προγνωστικό δείκτη του αντίστοιχου κινδύνου. Μέθοδοι: Στην παρούσα τυχαιοποιημένη, διπλή τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο (placebo) μελέτη, εξετάσαμε την οξεία επίδραση 25 mg καπτοπρίλης (που είναι παλαιότερος Α-ΜΕΑ χαμηλής ιστοεκλεκτικότητας), 20 mg κιναπρίλης (που είναι νεότερος Α-ΜΕΑ με θεωρητικά υ ...
Εισαγωγή: Οι οξείες ή βραχυπρόθεσμες δράσεις των αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (Α-ΜΕΑ) ενδέχεται να έχουν ιδιαίτερη κλινική σημασία σε ορισμένες κλινικές καταστάσεις, όπως είναι η οξεία φάση του εμφράγματος του μυοκαρδίου ή το περιεγχειρητικό διάστημα. Πρόσφατα δεδομένα υποδηλώνουν ότι η ιστοεκλεκτικότητα των Α-ΜΕΑ αποτελεί σημαντική ιδιότητα των φαρμάκων αυτών, καθώς ενδέχεται να επηρεάζει την αποτελεσματικότητά τους σε τέτοιες οξείες καταστάσεις. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να αξιολογηθούν οι οξείες δράσεις αναστολέων του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης στην αρτηριακή λειτουργία, η οποία προσδιορίζει τη συνολική καρδιαγγειακή λειτουργία και αποτελεί προγνωστικό δείκτη του αντίστοιχου κινδύνου. Μέθοδοι: Στην παρούσα τυχαιοποιημένη, διπλή τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο (placebo) μελέτη, εξετάσαμε την οξεία επίδραση 25 mg καπτοπρίλης (που είναι παλαιότερος Α-ΜΕΑ χαμηλής ιστοεκλεκτικότητας), 20 mg κιναπρίλης (που είναι νεότερος Α-ΜΕΑ με θεωρητικά υψηλή ιστοεκλεκτικότητα) και 80 mg τελμισαρτάνης (που αποτελεί ανταγωνιστή υποδοχέων της αγγειοτασίνης-ΙΙ και επιπλέον διεγείρει τους υποδοχείς ΡΡΑRγ) στην αρτηριακή λειτουργία 100 ασθενών με ιδιοπαθή αρτηριακή υπέρταση, η οποία θεωρείται μοντέλο ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας. Οι κεντρικές (αορτικές) πιέσεις και ο κεντρικός δείκτης ενίσχυσης (ΑΙx, δείκτης των ανακλώμενων κυμάτων), όπως επίσης η ενδοθηλιοεξαρτώμενη αγγειοδιαστολή της βραχιονίου αρτηρίας (FMD) και η αιματική ροή του αντιβραχίου (FBF) (δείκτες της ενδοθηλιακής λειτουργίας των αρτηριών-αγωγών και των μικρών αρτηριών αντίστασης αντίστοιχα), εκτιμήθηκαν πριν και 2 ώρες μετά από τη λήψη των φαρμάκων της μελέτης. Αποτελέσματα: Συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο, η καπτοπρίλη και η κιναπρίλη μείωσαν την κεντρική συστολική πίεση (κατά 7,5 mmHg, Ρ<0,05 και κατά 12,3 mmHg, Ρ<0,001) και την κεντρική διαστολική πίεση (κατά 5,0 mmHg, Ρ<0,01 και κατά 8,4 mmHg, Ρ<0,001), ενώ αντιθέτως η τελμισαρτάνη δεν προκάλεσε σημαντικές μεταβολές (P=NS). Επιπλέον, ο δείκτης ΑΙx ελαττώθηκε σημαντικά με την κιναπρίλη (απόλυτη μείωση κατά 7,2%, Ρ<0,01) και οριακά με την καπτοπρίλη (μείωση κατά 4,7%, Ρ=0,07). Μόνο η κιναπρίλη βελτίωσε την τιμή του FMD της βραχιονίου αρτηρίας (απόλυτη αύξηση κατά 2,7%, Ρ<0,001). Κανένα από τα 3 ενεργά φάρμακα δεν προκάλεσε μεταβολή (P=NS) στη ροή του αντιβραχίου FBF σε ηρεμία, σε μέγιστη υπεραιμία ή καθ’ όλη τη διάρκεια της υπεραιμικής περιόδου. Μετά από πολυπαραγοντική ανάλυση, παρατηρήθηκε ότι όλες οι ευνοϊκές μεταβολές που προκάλεσε η κιναπρίλη ήταν ανεξάρτητες από τις συνοδές μεταβολές διαφόρων δυνητικά συγχυτικών παραγόντων. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης υποδηλώνουν ότι η οξεία αναστολή του ΜΕΑ με τον υψηλής ιστοεκλεκτικότητας Α-ΜΕΑ κιναπρίλη (20 mg) προκαλεί πιο ευνοϊκές μεταβολές στην περιφερική ενδοθηλιακή λειτουργία, στις κεντρικές πιέσεις και στα ανακλώμενα κύματα συγκριτικά με τον χαμηλής ιστοεκλεκτικότητας Α-ΜΕΑ καπτοπρίλη (25 mg) ή τον ανταγωνιστή υποδοχέων αγγειοτασίνης τελμισαρτάνη (80 mg). Τα ευρήματα αυτά έχουν δυνητική κλινική σημασία, καθώς η αρτηριακή λειτουργία αποτελεί σημαντικό προγνωστικό δείκτη του καρδιαγγειακού κινδύνου.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Introduction: The acute effects of the angiotensin-converting enzyme (ACE) inhibitors may be important in some clinical settings, such as at the onset of a myocardial infarction or during a surgical procedure. Recent evidence suggests that tissue affinity of ACE inhibitors is an important characteristic that may influence the efficacy of these drugs in such acute conditions. Aim of the present study was to evaluate the acute effects of different inhibitors of the renin-angiotensin system on arterial function, which is an important determinant of cardiovascular function and a predictor of the corresponding risk. Methods: In the present randomized, double-blind, placebo-controlled study, we assessed the acute effects of captopril 25 mg (an old, low tissue affinity ACE inhibitor), quinapril 20 mg (a newer ACE inhibitor with presumed high tissue affinity properties) and telmisartan 80 mg (an angiotensin receptor blocker with PPARγ stimulating properties) on arterial function of 100 patient ...
Introduction: The acute effects of the angiotensin-converting enzyme (ACE) inhibitors may be important in some clinical settings, such as at the onset of a myocardial infarction or during a surgical procedure. Recent evidence suggests that tissue affinity of ACE inhibitors is an important characteristic that may influence the efficacy of these drugs in such acute conditions. Aim of the present study was to evaluate the acute effects of different inhibitors of the renin-angiotensin system on arterial function, which is an important determinant of cardiovascular function and a predictor of the corresponding risk. Methods: In the present randomized, double-blind, placebo-controlled study, we assessed the acute effects of captopril 25 mg (an old, low tissue affinity ACE inhibitor), quinapril 20 mg (a newer ACE inhibitor with presumed high tissue affinity properties) and telmisartan 80 mg (an angiotensin receptor blocker with PPARγ stimulating properties) on arterial function of 100 patients with essential hypertension, which may be regarded as a model of endothelial dysfunction. Central (aortic) blood pressure and augmentation index (AIx, a measure of wave reflections), as well as flow-mediated dilatation (FMD) of the brachial artery and forearm blood flow (FBF) (measures of conduit and resistance artery endothelial function respectively), were evaluated before and 2 hours after oral drug administration. Results: Compared to placebo, captopril and quinapril decreased central systolic (by 7.5 mmHg, P<0.05 and by 12.3 mmHg, P<0.001) and diastolic blood pressure (by 5.0 mmHg, P<0.01 and by 8.4 mmHg, P<0.001), whereas telmisartan had no significant effect (P=NS). Additionally, AIx was reduced significantly after quinapril (absolute decrease of 7.2%, P<0.01) and marginally after captopril (decrease of 4.7%, P=0.07). Only quinapril led to a beneficial change of FMD (absolute increase of 2.7%, P<0.001). No treatment was related to significant changes of resting, peak hyperemic or 3-min hyperemic FBF. In adjusted (multivariable) analyses, all the favourable alterations induced by quinapril were independent of potential confounding haemodynamic factors. Conclusions: Our data indicate that acute ACE inhibition with the high tissue affinity quinapril (20 mg) may be more beneficial in terms of arterial function and central hemodynamics compared to ACE inhibition with the low tissue affinity captopril (25 mg) or compared to angiotensin receptor blockade with telmisartan (80 mg). These findings have potential clinical implications, considering that arterial function is a predictor of cardiovascular risk.
περισσότερα